ἔρρινα

ἔρρινα
ἔρρινα
ἔρρινον
sternutatory medicine: neut nom /voc /acc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔρρινα — ἔρρινον sternutatory medicine neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερρινομελής — ές αυτός που εκτελεί το μέλος έρρινα, που ψάλλει έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρρινος + μελής (< μέλος)] …   Dictionary of Greek

  • αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… …   Dictionary of Greek

  • μουθουνίζω — και μουσουνίζω 1. ξεφυσώ από τα ρουθούνια με κλειστό το στόμα 2. μιλώ έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουσουνίζω < ιταλ. muso + κατάλ. ίζω, ενώ ο τ. μουθουνίζω κατά το ρουθουνίζω] …   Dictionary of Greek

  • οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ένρινος — ένρινος, η, ο και έρρινος, η, ο 1. για ήχο, αυτός που παράγεται στη ρινική κοιλότητα. 2. (γραμμ.), «έρρινα ή ρινικά σύμφωνα», το μ και το ν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”